δευτερος

δευτερος
    δεύτερος
    3
    1) второй, другой, (по)следующий
    

(πρῶτος … δ. …τρίτος Hom., Soph., Polyb.; αἱ δεύτεραι φροντίδες σοφώτεραι Eur.)

    δ. αὐτός Her. — сам-второй, сам-друг, т.е. вдвоем;
    δευτέρῳ ἔτεϊ τούτων Her. — на следующий год после этого

    2) второстепенный, худший
    

οὐδενὸς δ. Her., Polyb. — никому не уступающий;

    τινι δ. μετά τι Thuc. — уступающий чему-л. в чем-л.;
    τί (τινος) δεύτερον ἡγεῖσθαι Soph., ποιεῖσθαι Plut., Luc. и ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι или ἐν δευτέρᾳ τάξει ποιεῖσθαί τί τινος Plut. — ставить что-л. ниже чего-л.

    3) филос. вторичный, т.е. эмпирический
    

(ἥ φυσικέ καὴ δευτέρα φιλοσοφία Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δευτερος" в других словарях:

  • δεύτερος — second masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • δεύτερος, -η — ο 1. αυτός που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο στην αριθμητική σειρά: Ήρθε δεύτερος στις εξετάσεις της Μαθηματικής Εταιρείας. 2. κατώτερος: Τα προϊόντα αυτού του μανάβη είναι δεύτερα. 3. το ουδ. ως ουσ., δεύτερο καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας …   Dictionary of Greek

  • δευτέρω — δεύτερος second masc/neut nom/voc/acc dual δεύτερος second masc/neut gen sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρων — δεύτερος second fem gen pl δεύτερος second masc/neut gen pl δευτερόω do the second time imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δευτερόω do the second time imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρως — δεύτερος second adverbial δεύτερος second masc acc pl (doric) δευτερόω do the second time imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεύτερον — δεύτερος second masc acc sg δεύτερος second neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέραις — δεύτερος second fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρη — δεύτερος second fem nom/voc sg (epic ionic) δευτερέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δευτερέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δευτέρην — δεύτερος second fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»